- ορτάριον
- ὀρτάριον και ἀρτάριον, τὸ (Μ)είδος χειμερινών υποδημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀρτάριον είναι υποκορ. τού ἀρτήρ* «είδος υποδήματος» (< ἀείρω [ΙΙ] «συνάπτω, συνδέω»), ενώ ο τ. ὀρτάριον έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή τού α- σε -ο-].
Dictionary of Greek. 2013.